- αετομάχος
- οτο πουλί κεφαλάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αετομάχος — (lanius).Ονομασία γένους στρουθιομόρφων πουλιών της οικογένειας των λανιιδών. Ζουν στις εύκρατες περιοχές όλου του πλανήτη, εκτός από τη Νότια Αμερική. Βρίσκονται επίσης και σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Έχουν κυρτό και πολύ ισχυρό ράμφος,… … Dictionary of Greek
λάνιος — (Lanius). Γένος στρουθιομόρφων πτηνών της οικογένειας των λανιδών. Είναι γνωστά με την κοινή ονομασία αετομάχοι. Βλ. λ. αετομάχος. * * * ο το πτηνό αετομάχος … Dictionary of Greek
αετομαχοπούλα — και αϊτομαχοπούλα, η [αετομάχος] πτηνό που έχει το χρώμα τού αετομάχου, αλλά όχι και το ράμφος του … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
ακριδομάχος — ο κοινή ονομασία του πτηνού αετομάχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + μάχος < μάχομαι] … Dictionary of Greek
ατόμαχος — ο κοινή ονομασία του πτηνού αετομάχος … Dictionary of Greek
δάγκος — ο κοινή ονομασία τού πτηνού αετομάχος ο μικρός (αλλιώς: κεφαλάς) … Dictionary of Greek
διπλοκεφαλάς — ο ονομασία τού πτηνού αετομάχος … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
μαλακοκρανεύς — μαλακοκρανεύς, έως, ὁ (Α) το πτηνό αετομάχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + κρανεύς < κράνος] … Dictionary of Greek